Αιγίδιος του Βιτέρμπο — (Egidio de Viterbo,1465 – 1532). Ιταλός ιεράρχης ουμανιστής και ιεροκήρυκας από το Βιτέρμπο της κεντρικής Ιταλίας. Διετέλεσε αρχηγός του τάγματος των Αυγουστινιανών (1507 17), καρδινάλιος (1517) και επίσκοπος Βιτέρμπο (1523). Το 1512, εγκαινίασε… … Dictionary of Greek
Λορέντσο ντα Βιτέρμπο — (Lorenzo da Viterbo, περ. 1440 – 1476;). Ιταλός ζωγράφος. Έργα του αποτελούν οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου Ματζατόστα, στον ναό της Παναγίας της Αλήθειας στο Βιτέρμπο (1469), οι οποίες υπέστησαν σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών … Dictionary of Greek
Ακουαπεντέντε — (Acquapendente). Πόλη (19.350 κάτ. το 2002) της επαρχίας Βιτέρμπο της Ιταλίας. Είναι γεωργικό και εμπορικό κέντρο. Στην περιοχή της καλλιεργούνται σιτηρά, ελιές και αμπέλια. Η Α. έπαιξε σημαντικό ρόλο στα αρχαία χρόνια και κυρίως στα μεσαιωνικά,… … Dictionary of Greek
Λάτιο — (Latium). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και διοικητική διαίρεση (Lazio, 17.203 τ. χλμ., 4.976.184 κατ.) της Ιταλίας. Είναι η νοτιότερη περιοχή του κεντρικού τμήματος της χώρας. Εκτείνεται κατά μήκος του Τυρρηνικού πελάγους και περιλαμβάνει τις… … Dictionary of Greek
καββάλα — (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η οποία κατά τον 12o αι. άρχισε να αποκτά δική της οντότητα μέσα στο σύνολο των εβραϊκών μυστικιστικών διδασκαλιών. Σε αυτήν συναντώνται στοιχεία προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αραβικής… … Dictionary of Greek
ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… … Dictionary of Greek
Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… … Dictionary of Greek
Αλμπόρνοθ, Ζιλ Αλβάρεθ Καρίγιο ντε– — (Gil Alvarez Carillo de Albornoz, Κουένκα 1310 – Βιτέρμπο 1367). Ισπανός καρδινάλιος. Προερχόταν από οικογένεια ευγενών της Αραγονίας και το 1367 έγινε αρχιεπίσκοπος του Τολέδο. Το πολιτικό έργο του κατά τη σταυροφορία εναντίον των Μαυριτανών της … Dictionary of Greek
Βανβιτέλι — (Vanvitelli). Οικογένεια καλλιτεχνών ολλανδικής καταγωγής (Van Wittel), που εγκαταστάθηκε στην Ιταλία κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια του 18ου αι. 1. Γκάσπαρ (Gaspar, Άμερσφορτ 1655 – Ρώμη 1736). Τοπιογράφος κυρίως, έζησε στη Ρώμη από το 1674… … Dictionary of Greek
Βίτελο — (Witelo, Σιλεσία 1220/30 – περ. 1300).Πολωνός φιλόσοφος και φυσικομαθηματικός. Μελέτησε στο Παρίσι όλες τις επιστήμες του καιρού του και από το 1260 έως το 1270 έζησε στην Ιταλία. Εγκαταστάθηκε πρώτα στην Πάντοβα, όπου παρακολούθησε τη σχολή… … Dictionary of Greek