Βιτέρμπο

Βιτέρμπο
(Viterbo).Πόλη (57.500 κάτ. το 2002) της κεντρικής Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3.612 τ. χλμ., 292.006 κάτ. το 1999), στον νομό Λάτιο, χτισμένη στους πρόποδες του όρους Τσιμίνο. Πόλη παλαιά, ετρουσκικής προέλευσης, υπήρξε για ένα διάστημα (12ος αι.) παπική έδρα. Το παλαιό της κέντρο, με χαρακτηριστικό τριγωνικό σχέδιο, περιβάλλεται ακόμα από τείχη με μεγάλες ωραίες πύλες και διατηρεί την αυστηρή και επίσημη όψη των μεσαιωνικών πόλεων. Πολλές ωραίες εκκλησίες το στολίζουν, μεταξύ των οποίων ο καθεδρικός ναός του Αγίου Λαυρεντίου, όπου βρίσκονται οι τάφοι πολλών παπών. Έξω από τα τείχη έχει εξαπλωθεί η νέα πόλη, στην οποία έχουν αναπτυχθεί αρκετές βιομηχανίες που συνδέονται κυρίως με την κτηνοτροφία και την αγροτική παραγωγή. Η επαρχία Β. περιλαμβάνει δύο ομάδες ηφαιστείων: των Βολσίνι με τη λίμνη Μπολσένα και των Τσιμίνι με τη λίμνη Βίκο. Η οικονομία της είναι κυρίως αγροτική και καλλιεργούνται ελιές, αμπέλια και δημητριακά. Το παπικό ανάκτορο στην ιταλική πόλη Βιτέρμπο (13ος αι.), εξαίρετο δείγμα γοτθικής αρχιτεκτονικής (φωτ. Tornsich). Αψιδωτή γέφυρα στο Βιτέρμπο, στην περιοχή του Μοντάλτο ντι Κάστρο, θαυμάσιο επίτευγμα της ετρουσκικής αρχιτεκτονικής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Αιγίδιος του Βιτέρμπο — (Egidio de Viterbo,1465 – 1532). Ιταλός ιεράρχης ουμανιστής και ιεροκήρυκας από το Βιτέρμπο της κεντρικής Ιταλίας. Διετέλεσε αρχηγός του τάγματος των Αυγουστινιανών (1507 17), καρδινάλιος (1517) και επίσκοπος Βιτέρμπο (1523). Το 1512, εγκαινίασε… …   Dictionary of Greek

  • Λορέντσο ντα Βιτέρμπο — (Lorenzo da Viterbo, περ. 1440 – 1476;). Ιταλός ζωγράφος. Έργα του αποτελούν οι τοιχογραφίες του παρεκκλησίου Ματζατόστα, στον ναό της Παναγίας της Αλήθειας στο Βιτέρμπο (1469), οι οποίες υπέστησαν σοβαρές ζημιές κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών …   Dictionary of Greek

  • Ακουαπεντέντε — (Acquapendente). Πόλη (19.350 κάτ. το 2002) της επαρχίας Βιτέρμπο της Ιταλίας. Είναι γεωργικό και εμπορικό κέντρο. Στην περιοχή της καλλιεργούνται σιτηρά, ελιές και αμπέλια. Η Α. έπαιξε σημαντικό ρόλο στα αρχαία χρόνια και κυρίως στα μεσαιωνικά,… …   Dictionary of Greek

  • Λάτιο — (Latium). Ιστορική γεωγραφική περιοχή και διοικητική διαίρεση (Lazio, 17.203 τ. χλμ., 4.976.184 κατ.) της Ιταλίας. Είναι η νοτιότερη περιοχή του κεντρικού τμήματος της χώρας. Εκτείνεται κατά μήκος του Τυρρηνικού πελάγους και περιλαμβάνει τις… …   Dictionary of Greek

  • καββάλα — (εβρ. kabbalah). Εβραϊκή μυστικιστική διδασκαλία, η οποία κατά τον 12o αι. άρχισε να αποκτά δική της οντότητα μέσα στο σύνολο των εβραϊκών μυστικιστικών διδασκαλιών. Σε αυτήν συναντώνται στοιχεία προηγούμενων ιουδαϊκών αντιλήψεων, αραβικής… …   Dictionary of Greek

  • ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… …   Dictionary of Greek

  • Ακινάτης, Θωμάς — (Tommaso d’ Aquino, Ροκασέκα 1225 – Φοσανόβα 1274). Άγιος της Δυτ. Kαθολικής Εκκλησίας, Ιταλός θεολόγος και φιλόσοφος. Η οικογένειά του, μεγάλη και παλιά, λογγοβαρδικής καταγωγής, τον αφιέρωσε σε ηλικία πέντε ετών στο μοναστήρι του Μοντεκασίνο.… …   Dictionary of Greek

  • Αλμπόρνοθ, Ζιλ Αλβάρεθ Καρίγιο ντε– — (Gil Alvarez Carillo de Albornoz, Κουένκα 1310 – Βιτέρμπο 1367). Ισπανός καρδινάλιος. Προερχόταν από οικογένεια ευγενών της Αραγονίας και το 1367 έγινε αρχιεπίσκοπος του Τολέδο. Το πολιτικό έργο του κατά τη σταυροφορία εναντίον των Μαυριτανών της …   Dictionary of Greek

  • Βανβιτέλι — (Vanvitelli). Οικογένεια καλλιτεχνών ολλανδικής καταγωγής (Van Wittel), που εγκαταστάθηκε στην Ιταλία κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια του 18ου αι. 1. Γκάσπαρ (Gaspar, Άμερσφορτ 1655 – Ρώμη 1736). Τοπιογράφος κυρίως, έζησε στη Ρώμη από το 1674… …   Dictionary of Greek

  • Βίτελο — (Witelo, Σιλεσία 1220/30 – περ. 1300).Πολωνός φιλόσοφος και φυσικομαθηματικός. Μελέτησε στο Παρίσι όλες τις επιστήμες του καιρού του και από το 1260 έως το 1270 έζησε στην Ιταλία. Εγκαταστάθηκε πρώτα στην Πάντοβα, όπου παρακολούθησε τη σχολή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”